- καρμίνιο ή καρμίνη
- Κόκκινη χρωστική που παράγεται από το αποξηραμένο σώμα άπτερων θηλυκών εντόμων του είδους κοχινίλη, το οποίο ζει πάνω σε διάφορους κάκτους. Είναι οργανική ένωση –άλας του καρμινικού οξέος με αλουμίνιο και ασβέστιο– και λαμβάνεται από τα έντομα ύστερα από κατεργασία με καυτό νερό και οξικό οξύ (από 150-175 έντομα εξάγεται 1 γρ. κ.). Το κ. δεν είναι μόνιμη βαφή· είναι διαλυτό στο νερό και στα αλκάλια και χρησιμοποιείται στη ζαχαροπλαστική, στη βαφή μικροσκοπικών δειγμάτων και στη βαφή των καλλυντικών. Χρησιμοποιείται επίσης στις τυπογραφικές μελάνες (αμμωνιούχο κ.) και στη ζωγραφική με τη μορφή λάκας έντονου κόκκινου χρώματος, με περιορισμένη όμως εφαρμογή εξαιτίας του μεγάλου του κόστους και της μικρής σταθερότητάς του στο φως.
Dictionary of Greek. 2013.